- μηνιγγιτικός
- η , ό[ν] относящийся к менингиту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μηνιγγιτικός — ή, ό [μηνιγγίτις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηνιγγίτιδα 2. το αρσ. ως ουσ. ο μηνιγγιτικός αυτός που πάσχει από μηνιγγίτιδα 3. φρ. «μηνιγγιτικές γραμμές» ερυθρές γραμμές που εμφανίζονται στο δέρμα τής κοιλιάς σε ορισμένες ασθένειες και… … Dictionary of Greek
μήνιγγα — η (Α μῆνιγξ, ιγγος) καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό νεοελλ. στον πληθ. οι μήνιγγες ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια αρχ. 1. το τύμπανο… … Dictionary of Greek